- ἐχόρευον
- χορεύωdance a roundimperf ind act 3rd plχορεύωdance a roundimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плѧсати — ПЛѦ|САТИ (29), ШОУ, ШЕТЬ гл. Плясать, танцевать: не подобаѥть хрьсти˫аномъ на бракы ходѧще играти или плѧсати. нъ чисто обѣдовати или вечерѧти (ὀρχεῖσϑαι) КЕ XII, 99б; то же ПНЧ к. XIV, 37в; мужи и жены сходѧще пирень˫а творѧть. и ѹпившесѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δενδρόεις — ( εντός), εσσα, εν γεμάτος δένδρα («εἰς τὰς κορυφὰς τοῡ Κερκετέως δενδρόεντος ἐχόρευον αἱ τέχναι», Κάλβου, Ωδαί). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) οεις* (πρβλ. δακρυόεις)] … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek